- απαγωγικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με την απαγωγή2. (Λογ.) «απαγωγικός συλλογισμός» — συλλογισμός με την εις άτοπον απαγωγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < απαγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λιβαδά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαγωγικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την απαγωγή (ως συλλογ. μέθοδο): Ο απαγωγικός συλλογισμός λέγεται και παραγωγικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)